ὁριζομένων

ὁριζομένων
ὁρίζω
divide
pres part mp fem gen pl
ὁρίζω
divide
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκτέλεση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελώ, πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εκπλήρωση («εκτέλεση διαταγής, καθήκοντος, απόφασης κ.λπ.») 2. απόδοση μουσικού κομματιού, ο τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε 3. θανατική εκτέλεση, η εκτέλεση τής θανατικής… …   Dictionary of Greek

  • Κλίτσινγκ, Κλάους φον- — (Klaus von Klitzing, Σρόντα 1943 –). Ολλανδόςφυσικός. Έλαβε πτυχίο φυσικού από το πολυτεχνείο του Μπράουνσβαϊγκ το 1969 και διδακτορικό τίτλο από το πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ το 1972, με τη διατριβή του για τις γαλβανομαγνητικές ιδιότητες του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”